ημίτομος

ημίτομος
ο половина книги

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ημίτομος" в других словарях:

  • ἡμίτομος — cut in two masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημίτομος — η, ο (AM ἡμίτομος, ον) νεοελλ. (για βιβλία) ο μισός τόμος από μια σειρά τόμων ενός συγγράμματος ή και τμήμα μόνο ενός τόμου αρχ. 1. (για τη σελήνη) ημισέληνος, μηνοειδής 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἡμίτομος είδος επιδέσμου, αλλ. ημιρρόμβιον* 3. το αρσ.… …   Dictionary of Greek

  • ἡμιτόμους — ἡμίτομος cut in two masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμίτομοι — ἡμίτομος cut in two masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιτόμω — ἡμίτομον cut in two neut nom/voc/acc dual ἡμίτομον cut in two neut gen sg (doric aeolic) ἡμίτομος cut in two masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἡμίτομος cut in two masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμίτομον — cut in two neut nom/voc/acc sg ἡμίτομος cut in two masc/fem acc sg ἡμίτομος cut in two neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… …   Dictionary of Greek

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

  • ημιρρόμβιο — το (Α ἡμιρρόμβιον) νεοελλ. ναυτ. υποδιαίρεση κάθε ρόμβου* τού ανεμολογίου τής ναυτικής πυξίδας ίση με το ένα εξηκοστό τέταρτο τής περιφέρειας, κν. μετζοκάρτο, μέτζο αρχ. είδος επιδέσμου που μοιάζει με μισό ρόμβο, ημίτομος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * +… …   Dictionary of Greek

  • ԿԻՍԱԿՏՈՒՐ — ( ) NBH 1 1097 Chronological Sequence: 6c, 8c, 10c, 11c, 13c ա.մ. ἠμίτομος, ἠμιτμήτος dimidiatus. Կարեալ կիսով չափ. ընդ մէջ հատեալ. եւ Անկատար. թերատ. խեղ. *Կիսագօս գոլով. ասէ. գթա՛ ո՛վ թագաւոր ʼի կիսակտուր շնականս. Սահմ. ՟Թ: *Գունդ կիսակտուր՝… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ἡμιτόμοιο — ἡμίτομον cut in two neut gen sg (epic) ἡμίτομος cut in two masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»